κέρτομοι

κέρτομοι
κέρτομος
mocking
masc/fem nom/voc pl
κερτόμιος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κέρτομος — κέρτομος, ον (Α) 1. κερτόμιος*, υβριστικός («χοροὶ κέρτομοι», Ηρόδ.) 2. σκωπτικός, απατηλός («κέρτομός με θεοῡ τις ἐκπλήσσει χαρά», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρ στομος. Το α συνθετικό κερ πιθ., < σκερ τού σκερδόλλω*, ενώ το β < στομος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”